- ψελλός
- -ή, -ό / ψελλός, -ή, -όν, ΝΑαυτός που δυσκολεύεται στην άρθρωση τών λέξεωναρχ.(με παθ. σημ.) (για λέξεις) ασαφής, ακατάληπτος, σκοτεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίθ., ο σχηματισμός τού οποίου οφείλεται σε ονοματοποιία. Το επίθημα -λο-ς τού επιθ. απαντά και σε άλλα επίθ. δηλωτικά ασθένειας, αδυναμίας (πρβλ. τραυ-λός)].
Dictionary of Greek. 2013.